Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Ελλάς Ελλήνων Ευρωπαϊστών, “Μερκελιστών” - “Ομπαμιστών” - αλλά κυρίως Επαιτών

Του Κώστα Παπουλή.
Με αφορμή τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό: Μεγάλη πολιτική σύγκρουση «ξέσπασε» στην χώρα, ανάμεσα σε αυτούς που δηλώνουν ότι θα διαπραγματευτούν καλύτερα το μνημόνιο, τη θέση της Ελλάδας στο ευρώ και στην Ε.Ε., τους όψιμους «Ομπαμιστές» και στους κατηγορούμενους από τους πρώτους, ως «Μερκελιστές». Αφορμή στάθηκε, η μείωση των κοινοτικών εισροών προς την Ελλάδα την περίοδο 2014-2020.
Οι «Ομπαμιστές» δεν μας λένε βέβαια, ποιο είναι το απαραίτητο ύψος αυτών των κονδυλίων, ώστε η Ελλάδα να βγει από την κρίση και φυσικά ίχνος κριτικής για το πού κατευθύνονται και τι εξυπηρετούν στην ελληνική οικονομία. Υπενθυμίζουμε μόνο, ότι παλαιότερα, επί καταραμένης δραχμής, όταν η Ελλάδα δεν είχε σημαντικό δημόσιο εξωτερικό χρέος και δεν είχε βυθιστεί σε αυτή την κρίση, υπήρξαν εποχές που τα κονδύλια αυτά ήταν διπλάσια (ως ποσοστό του ΑΕΠ), από αυτά της μέχρι σήμερα περιόδου του ευρώ. Όμως είναι και ήταν συγχρηματοδοτούμενα, (δηλαδή δεσμεύουν πόρους), κατευθύνονταν σε έργα υποδομής, «υποκατέστησαν» επιδόματα ανεργίας μέσω προγραμμάτων κατάρτισης, αναδιάρθρωσαν (βλέπε: κατέστρεψαν) την αγροτική παραγωγή κλπ.
Το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που έθεσε, αυτές τις μέρες, τέτοιο ζήτημα, δηλαδή περί της διάρθρωσης των κοινοτικών εισροών και πως αυτές λειτουργούν στην ελληνική οικονομία, ήταν το ΚΚΕ (και προς τιμήν του). Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μεταβιβαστικές πληρωμές, όπου το ελληνικό κράτος τις διαθέτει κατά το δοκούν, αλλά με μεταβιβάσεις που ενισχύουν την κυρίαρχη (εντός ΟΝΕ) φορά διαμόρφωσης, μιας όλο και περισσότερο εξαρτώμενης, από τον Ευρωπαϊκό Βορρά, οικονομίας.

Σε γενικές γραμμές, όταν άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το ΑΕΠ και το εξωτερικό έλλειμμα μένουν αμετάβλητοι, ή αλλάζοντας δεν δημιουργούν αντίστροφη τάση, με την εκτέλεση μεταβιβάσεων συμβαίνουν τα εξής:[1]
Η Ελλάδα αυξάνει το ΑΕΠ της και πιθανόν και σε ύψος μεγαλύτερο από το ύψος της μεταβίβασης (αυτό δείχνει, τουλάχιστον, το ύψος του κεϋνσιανού πολλαπλασιαστή της). Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας χειροτερεύει, αλλά σε μέγεθος μικρότερο από την μεταβίβαση. Συνεπώς το Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας βελτιώνεται. Αν η μεταβίβαση γίνει σε χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, δημιουργείται και τάση ανατίμησης του νομίσματός τους.
Αντίθετα για τις μεταβιβάζουσες χώρες, το ΑΕΠ τους μειώνεται και μάλλον σε ύψος μικρότερο από το ύψος της μεταβίβασης. Το εμπορικό τους ισοζύγιο βελτιώνεται αλλά σε μέγεθος μικρότερο από το ύψος της μεταβίβασης και έτσι τελικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους χειροτερεύει.
Ο εξωτερικός δανεισμός, μπορεί και αυτός ανάλογα να αυξήσει το ΑΕΠ, να χειροτερέψει το εμπορικό ισοζύγιο, συγχρόνως και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημιουργώντας και μελλοντική υποχρέωση για τόκους και για νέο δανεισμό. Με αυτό τον τρόπο, ο ελληνικός εξωτερικός δανεισμός (δημόσιος και ιδιωτικός) της ελληνικής οικονομίας τα χρόνια της ΟΝΕ, υπερκάλυψε την μείωση των κοινοτικών κονδυλίων και δημιούργησε την ψευδαίσθηση της ευμάρειας και της ανάπτυξης.
Σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να βγάλουμε δύο τουλάχιστον συμπεράσματα:
Πρώτον: η εξωτερική χρηματοδότηση μέσω μεταβιβάσεων της χώρας σε συνθήκες ευρώ-Ε.Ε., δεν οδηγεί σε μακροπρόθεσμα κέρδη την ελληνική οικονομία. Η φύση των μεταβιβαστικών πληρωμών που είναι συγκεκριμένης οικονομικής στόχευσης, οι συνθήκες της Ε.Ε., η συνθήκη του Μάαστριχτ, το κοινό νόμισμα, απαγορεύουν εθνικές οικονομικές πολιτικές.
Αντίθετα προωθείται η απόλυτη απελευθέρωση των αγορών και του εμπορίου. «Σε μια πλήρως διεθνοποιημένη αγορά, κάθε εθνική οικονομία που δεν είναι σε θέση να παράγει σημαντικά για αυτήν την αγορά, αλλά αντίθετα εισάγει σημαντικά από αυτήν για να καταναλώσει και να επενδύσει θα βρεθεί, αργά ή γρήγορα σε δεινή θέση»[2]. Έτσι, οικονομίες όπως η ελληνική, αλλά και της υπόλοιπης περιφέρειας της ζώνης του ευρώ, χάνουν σταδιακά την δυνατότητα παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, και μετατρέπονται αρχικά σε παρασιτικές και τελικά σε κατεστραμμένες οικονομίες. Η αύξηση της ενεργού ζήτησης κατευθύνεται έντονα προς τα αλλοδαπά εμπορεύματα και μάλιστα όσο αυξάνει (μειώνεται) αυτή, τόσο περισσότερο αυξάνει (μειώνεται) η ροπή προς τις εισαγωγές. Άρα και οι όποιες θετικές επιπτώσεις των μεταβιβάσεων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναιρούνται, εξ’ αιτίας της συμμετοχής στην ζώνη του ευρώ κατά πρώτο λόγο και στην Ε.Ε. κατά δεύτερο.
Επιπροσθέτως, δεν είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση της ελληνικής οικονομίας, μέσω της αύξησης της ζήτησης, της «αναδιανομής» κλπ, γιατί η υψηλή ροπή προς τις εισαγωγές, διαμορφώνει αμέσως ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, και μάλιστα πολύ μεγάλες, που δεν μπορούν να καλυφτούν φυσικά από κοινοτικές εισροές, αλλά μόνο από εξωτερικό δανεισμό [2]. Πρόκειται για το μοντέλο της «χρυσής» εποχής του ευρώ, που μόλις κατέρρευσε. Σε εκείνο το μοντέλο «ανάπτυξης», η σχέση δανεισμού προς κοινοτικές εισροές ήταν πέντε προς ένα. Από το 2003 έως και το 2011, το σύνολο των καθαρών εισροών από την Ε.Ε. ήταν 35 περίπου δις ευρώ, ενώ το αθροιστικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών 175 δις ευρώ. Μάλιστα, η σχέση δανεισμού (εξωτερικού ελλείμματος που πρέπει να καλυφτεί) προς ευρωπαϊκά κονδύλια, προοδευτικά μεγάλωνε, για να φτάσει το 2010 το 9:1.
H «πρόταση» λοιπόν του ΣΥΡΙΖΑ, όσο μπορεί να πει κανείς ότι έχει κατατεθεί, μια πρόταση αρεστή πάντοτε σε αριστεροκεϋνσιανούς οικονομολόγους, για έξοδο από την κρίση, μέσω της «αναδιανομής»-αύξησης της ζήτησης δεν είναι εφικτή, στο πλαίσιο που η ελληνική οικονομία παραμένει ανοικτή και «μη προστατευμένη», στα πλαίσια δηλαδή της ΟΝΕ και του ευρώ. Αντίθετα, μια τέτοια πρόταση έχει βάση, μόνο στο βαθμό που η αύξηση της ζήτησης, οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης ημεδαπών εμπορευμάτων και μειωθεί έτσι η ροπή προς τις εισαγωγές. Κάτι, που προϋποθέτει σημαντικές αλλαγές στις ελαστικότητες ζήτησης των εισαγωγών–εξαγωγών και στην σύνθεσή τους, όπως και των ημεδαπών εμπορευμάτων, ουσιαστικά δηλαδή, αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, μέσω μιας πολιτικής «προστασίας» της ελληνικής οικονομίας, υποκατάσταση των εισαγωγών από εξαγωγές, με στόχο μια οικονομία με παραγωγική, πρωτογενή και βιομηχανική βάση.
Το ίδιο αδιέξοδη βέβαια, είναι και μια στρατηγική ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών και «ανοιχτής» οικονομίας που προτείνεται σήμερα από το Δ.Ν.Τ., είτε δια της «εσωτερικής», ή ακόμη και μίας κανονικής υποτίμησης (άσχετα αν εδώ τα πράγματα διευκολύνονται), λόγω της υπάρχουσας παραγωγικής δομής.
Δεύτερον: δεν είμαστε στην εποχή της δεκαετίας του ‘80 και των ΜΟΠ, όχι μόνο γιατί η Γερμανία ενώθηκε και η Δ. Γερμανία χρηματοδοτεί με κανονικές και σημαντικές μεταβιβαστικές πληρωμές την παλιά Α. Γερμανία, ούτε γιατί δεν υπάρχει κάποιος που να βάλει σκληρό βέτο. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οδήγησε στην γρήγορη διεύρυνση της Ε.Ε., προς όλες τις χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, με μοναδικό σκοπό την παγίωση της «αποδέσμευσή» τους από την ρωσική επιρροή, και αυτές οι περιφέρειες της Ε.Ε. είναι - τουλάχιστον ακόμη- πιο φτωχές από την Ελλάδα.
Η Δ. Γερμανία δεν ανήκει πια στην ΕΟΚ των 12, όπου η μικρή Ελλάδα ήταν η πιο φτωχή της περιφέρεια, μαζί με την Πορτογαλία. Σήμερα, έχει τρεις μεγάλες περιφέρειες: την Α. Γερμανία, την περιφέρεια της ζώνης του ευρώ, και την περιφέρεια της Ε.Ε.. Η χρηματοδότηση αυτών των τριών περιφερειών από την Δ. Γερμανία, δεν είναι καθόλου εύκολη πολιτική και οικονομική υπόθεση, για να μην πω αδύνατη. Ήδη, οι Βαυαροί δυσανασχετούν με την χρηματοδότηση της Α. Γερμανίας, ενώ ούτε καν το κόμμα της Αριστεράς δεν θέτει τέτοιο ζήτημα, που άλλωστε θα καταγράψει μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό.
Μπορεί κάποια στιγμή, μετά από τριάντα-σαράντα χρόνια, να κερδίσει τις εκλογές, κάποια αριστερά, που θα γοητεύεται από αντιιμπεριαλιστικές ιδέες, που ίσως αποκαταστήσει ακόμη και την Ουλρίκε Μάινχοφ, αλλά τότε θα είναι πια αργά για την Ελλάδα. Δίπλα, στην Γαλλία, ο «πολύς» Μελανσόν, υποστηρίζει την σφαγή στο Μάλι, ενώ ο μόνος που αντιτίθεται είναι ο «περιθωριακός» πια πολιτικά Κριβίν και το αντικαπιταλιστικό κόμμα. Οι τελευταίοι βέβαια, μάλλον θεωρούν την αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στο ευρώ ως εθνικισμό. Η συνολική κατάσταση της Αριστεράς στο ευρωπαϊκό κέντρο, είναι για γέλια και για κλάματα, ενώ στην Ιταλία παρά τις μεμονωμένες φωνές, η κομμουνιστική και κάθε Αριστερά έχει εξαφανιστεί.
Υπό αυτήν την πραγματικότητα, την πολιτική και την οικονομική, στη γηραιά ήπειρο, όποιος ονειρεύεται «παχιά» κονδύλια για την πατρίδα μας από την Ε.Ε., ή είναι μακριά νυχτωμένος, ή λέει συνειδητά ψέματα.
Η Γαλλία έσπρωξε στην υιοθέτηση του ευρώ, πιστεύοντας ότι δεσμεύει την Γερμανία στην ευρωπαϊκή υπόθεση. Η τελευταία όμως, η λεγόμενη ευρωπαϊκή υπόθεση, εκφράζει διεθνώς τον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισμό, μέσω της απόλυτης ταύτισης με την παγκοσμιοποίηση. Η περιοχή του ευρώ και η Ε.Ε., αποτελούν την ζώνη του πλανήτη που διαμορφώνεται η υπερπαγκοσμιοποίηση, κάτω από την απόλυτη κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων, των μεγάλων τραπεζών, του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των ισχυρών κρατών. Για αυτό υπάρχει απόλυτη ελευθερία στην κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίου. Η κατάργηση του ρόλου των εθνικών τραπεζών μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ, έχει παραδώσει παλιά κυρίαρχα έθνη, στους κερδοσκόπους, στις αγορές, ή ακόμη και στην εκχώρηση κάθε έννοιας εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
Ο νομισματικός έλεγχος της οικονομικής κρίσης είναι αδύνατος, όπως και η χρήση κάθε εναλλακτικού μέσου οικονομικής πολιτικής, για τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες, που οι αγορές τους έχουν πλημμυρίσει από ξένα εμπορεύματα, ενώ η εθνική τους παραγωγή έχει καταστραφεί και η ανεργία σπάει όλα τα ρεκόρ.
Μάλλον είναι άτοπο, σε αυτήν την ζώνη της υπερπαγκοσμιοποίησης, να πιστεύει κανείς, ότι η Ε.Ε., οι μεγάλοι τραπεζίτες και επιχειρηματίες της Ευρώπης, θα συνδράμουν μια παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, μέσω μιας στοχευόμενης κατεύθυνσης κοινοτικών κονδυλίων, ότι θα δεχτούν την ενίσχυση και προστασία συγκεκριμένων κλάδων κλπ, όταν αντίθετα, όπου παρεμβαίνει το ελληνικό κράτος υπάρχουν «ποινές», όταν απαγορεύεται στα ελληνικά ναυπηγεία να φτιάχνουν μη-πολεμικά πλοία, όταν στο παρελθόν -και σε πολύ καλύτερες συνθήκες- καταστράφηκε η ελληνική βιομηχανία, η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, κλπ.
Η άκριτη υιοθέτηση της παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα, με αποκορύφωση την είσοδο στο ευρώ, την οδηγεί στην θλιβερή θέση του ζητιάνου λιγοστών ευρωπαϊκών κονδυλίων. Όσο και να τσακώνονται οι «Μερκελιστές» με τους «Ομπαμιστές», για τα ευρωπαϊκά κονδύλια και ποίος θα πάρει περισσότερα, το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν, καλοί και κακοί ζητιάνοι (κατ ευφημισμόν «διαπραγματευτές») αλλά απλά ζητιάνοι. Όπως άλλωστε γράφτηκε αυτές τις μέρες στον ξένο τύπο για την Κύπρο: «Οι επαίτες δεν έχουν επιλογές»[3].

(1): Αν και γραμμένο πριν 13 χρόνια, ένα άρθρο του Θ. Μαριόλη: «κοινοτικές εισροές και Ατζέντα 2000», στο «η εντός ΟΝΕ εποχή» εκδ. Στάχυ, αναλύει εύστοχα και διαχρονικά το ζήτημα των μεταβιβάσεων, καθώς και την αμφίδρομη σχέση του με την παραγωγική αποσάθρωση της ελληνικής οικονομίας.
(2): Βλέπε το Δοκίμιο 7, ιδίως σελ. 154, στο: Θ. Μαριόλης (2011) Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Κρίση, Αθήνα, Matura.
(3): Financial Τimes: η φράση : «Οι επαίτες δεν έχουν επιλογές», είναι παλιό εγγλέζικο γνωμικό.
Πηγή: tometopo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Design by Wordpress Theme | Bloggerized by Free Blogger Templates | coupon codes